Ούζο: Πονάει το δοντάκι σου; Ποιος οδοντίατρος και σαχλαμάρες. Η γιαγιά είχε τη λύση: «Ποιες λίγο ουζάκι για να το μουδιάσεις γιε μου» και δεν θα νιώθεις πόνο. Και όντως αυτό συνέβαινε. Μετά το τέταρτο ποτήρι εκτός από το δόντι είχες αρχίσει να μουδιάζεις και συ σαν τον Σότη Βολάνη όταν συνάντησε τη Μενεγάκη. Αν το συνδύαζες και με δυο μεζέδες είχες ξεχάσει τον πόνο στο πιτς φυτίλι.
Κρεμμύδι μέσα σε πανί για θλάσεις και διαστρέμματα: Βγήκε ο αθλητής μας για μπαλίτσα στην αλάνα και γύρισε κουτσαίνοντας επειδή κάποιος Λισγάρας τον σήκωσε δυο μέτρα; Κανένα πρόβλημα. Η καλή μας η γιαγιά είχε και γι’ αυτό λύση. Έβαζε ένα κρεμμύδι σε ένα πανί και στο έδινε να το τοποθετήσεις στην πληγή. Μετά από ένα τέταρτο δεν ήξερες γιατί έκλαιγες. Απ’ τον πόνο ή απ’ τα κρεμμύδια…
Βιξ για τα πάντα όλα: Αθάνατο
Βιξ. Όταν ήσουν κρυωμένος, όταν ένιωθες πιασμένος, όταν πονούσε η μέση
σου ακόμα και όταν είχες συνάχι η λύση ήταν μία: Βιξ. Μια εντριβούλα με
το θαυματουργό βιξ, ή ένα ελαφρύ πασάλειμμα κάτω απ’ τη μυτούλα έβγαζε
πάντα τη γιαγιά ασπροπρόσωπη.
Βεντούζες: Το επόμενο στάδιο μετά το βιξ. Αν τα πράγματα ήταν τόσο σοβαρά που το βιξ δεν μπορούσε να βοηθήσει, τότε παίρναμε πιο δραστικά μέτρα. ΒΕΝΤΟΥΖΕΣ: «Βγάλε την μπλούζα σου», έλεγε η γιαγιά με το μάτι της να γυαλίζει. Στη συνέχεια έριχνε οινόπνευμα στη βεντούζα και της έβαζε φωτιά. Μόλις η φωτιά έσβηνε, την τοποθετούσε στο δέρμα, το οποίο κοκκίνιζε και υψωνόταν δημιουργώντας ένα μοναδικό οπτικοακουστικό υπερθέαμα (αφού συνοδευόταν από στριγκλιές του θύματος) που θα το θυμόσουν σε όλη σου τη ζωή.
Καφές για τη διάρροια: Αν σε πήγαινε τρεις και μία (όχι η υπηρεσία στο στρατό) η γιαγιά ήταν εκεί για να σε λυτρώσει. Έβαζε μια κουταλιά ελληνικό καφέ σκέτο με 2-3 σταγόνες λεμόνι και στο έδινε. Το δοκίμαζες και ξαφνικά εκτιμούσες τη γεύση από τις λαχταριστές μπάμιες και τον τραχανά.
Ξεμάτιασμα: Ήταν ο κανακάρης μας πιο κακόκεφος και μουρτζούφλης και απ’ τον Μπάγιεβιτς; Χασμουριόταν κάθε τρεις και λίγο σαν τον Νίκο Βούτση στη βουλή; Η διάγνωση της γιαγιάς είχε βγει: «Το παιδί είναι ματιασμένο». Σε κλάσματα του δευτερολέπτου είχε φέρει τα σύνεργα και αφού έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα σαν τους στίχους του χορού Χάκα των Νεοζηλανδών, άρχιζε να κουνάει τα δάχτυλα και να χασμουριέται. Όσο χασμουριόταν η γιαγιά, τόσο ζωντάνευες εσύ! Αλάνθαστη μέθοδος…
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου